ΤΗΣ ΑΠΟ-ΔΡΑΣΗΣ

To περιοδικό αυτό γεννήθηκε ως αυθόρμητη ανάγκη από άτομα που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχουν σχέση με τη φυλακή.Συμπτωματικά βγαίνει σε μια συγκυρία με έντονη κινητικότητα μέσα κι έξω από τις φυλακές. Οι φωνές από μέσα βέβαια δεν ησυχάζουν ποτέ...όσο υπάρχει εγκλεισμός. Οι φυλακές έβραζαν, βράζουν και θα βράζουν.Το περιοδικό αυτό είναι απλά ένα όχημα που βοηθάει αυτές τις φωνές να δραπετεύσουν και να διακινηθούν σ΄όλη τη κοινωνία. Η "απο-δραση", στην ουσία θέλει να συμβάλλει, στην αντιπληροφόρηση, γύρω από τη φυλακή, να συμπαρασταθεί στον αγώνα των κρατουμένων και να στηρίξει έναν λόγο ανατρεπτικό προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες να καταργηθούν οι φυλακές. Μόνο μετά από δράση μπορούμε να έχουμε ότι ονειρευόμαστε κι ελπίζουμε. Κι έπειτα δεν είναι η απόδραση καθήκον κάθε ανθρώπου που βιώνει, αυτόν τον αργό θάνατο, την χειρότερη ποινή της κρατικής εξουσίας, που φυλακίζεται, πειθαρχείται και τιμωρείται με κάθε τρόπο;

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2014

Ο Κορνήλιος Λουλούδης το 1978

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΕΙΑΣ 1975

ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΣ

Φαντάζεσαι 
απίθανες,
αλλόκοτες εικόνες,
την σκέψη σου
ληστέψανε
δαιμόνοι
και δαιμόνες.

Δραπέτευσες
και χάθηκες,
στο πουθενά
πλανιέσαι,
περιπλανώμενη
γυρνάς,
στο τίποτα
τραβιέσαι.
Χτες 16 Αυγούστου 2014 στις 2 παρά τέταρτο το μεσημέρι βρέθηκε νεκρός στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών ο παλιός μου φίλος και συγκρατούμενος κατά την περίοδο 1978-1981, που βρισκόμουνα στην φυλακή για πολιτικούς λόγους, Κορνήλιος Λουλούδης. Το έμαθα από την αστυνομία, η οποία βρήκε πάνω του το τηλέφωνό μου. Η αστυνομία έψαχνε για
 συγγενείς για να αναλάβουν την κηδεία. Μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί κανένας.
Ο Κορνήλιος Λουλούδης τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον, ήτανε άστεγος και έμενε σε κάποιο ερείπιο στα Εξάρχεια. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα και έτρωγε από τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων ή από τα περισσεύματα που του έδινε μια καλή γυναίκα από ένα εστιατόριο των Εξαρχείων. Ποιος ήταν ο Λουλούδης και γιατί γράφω γι αυτόν;
Ο Κορνήλιος Λουλούδης ήταν ένας από τους ποινικούς κρατούμενους που μέσα στη φυλακή γνωρίστηκαν με αναρχικούς της δεκαετίας του 1970, όπως και ο σκοτωμένος από την αστυνομία το 1987 Μιχάλης Πρέκας, ο οποίος ήταν φίλος του Λουλούδη και μέσα στην φυλακή συνεργαζόντουσαν στο φτιάξιμο εργόχειρων για να βρίσκουν λεφτά για τα τσιγάρα τους και τα είδη πρώτης ανάγκης. Εγώ τον γνώρισα από έναν άλλο συγκρατούμενο μου, που ήταν μέσα για ληστεία τράπεζας με ομήρους, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη. Ο Λουλούδης τότε ήταν 23 χρονών αλλά είχε γνωρίσει τις φυλακές και τα βασανιστήρια από πολύ μικρότερος, κατά την διάρκεια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974. Καταγόταν από την Καβάλα, αλλά πολύ μικρός είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και η φτώχεια τον οδήγησε στις φυλακές ανηλίκων της οδού Βουλιαγμένης. Το 1982 βρέθηκε στην ίδια φυλακή (φυλακές Πάτρας) μαζί με τον Μιχάλη Πρέκα, τον Θόδωρο Τσουβαλάκη και τον αναρχικό Θόδωρο Πισιμίση, που υπήρξε αυτός που καταδικάστηκε στην μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης από τους καταληψίες που συλληφθήκανε κατά την εκκένωση της πρώτης κατάληψης κτιρίου από αντιεξουσιαστές που έγινε στην Αθήνα, της κατάληψης της οδού Βαλτετσίου 60 (αν δεν κάνω λάθος). Μαζί και με άλλους δύο κρατούμενους, τους οποίους είχα γνωρίσει κι εγώ, από τους οποίους ο ένας ήταν από το Ιράκ, ο Λουλούδης, ο Πισιμίσης, ο Τσουβαλάκης και οι άλλοι είχαν κατέβει σε απεργία πείνας. Ο Λουλούδης τότε ήταν ήδη πολιτικοποιημένος και είχε βρει στον αναρχισμό την μόνη κοινωνική θεωρία που δεν τον έβλεπε σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Άλλωστε ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος και όσο ήταν στην φυλακή έγραφε εκατοντάδες ποιήματα, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν σκληρή κριτική για το κοινωνικό σύστημα. Είχε επίσης ταλέντο στο σχέδιο και γι αυτό μαζί με τα ποιήματα ζωγράφιζε και διάφορα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Ακόμα και τα γράμματα του ήταν τόσο όμορφα λες και είχαν βγει από μεσαιωνικό χειρόγραφο.
Το 1983, ο Λουλούδης βγήκε για μια ακόμη φορά από την φυλακή και προσπάθησε να επιβιώσει εργαζόμενος σε επαγγέλματα για πρώην φυλακισμένους. Διατήρησε όμως τις επαφές του με τον αναρχικό χώρο και κατά την δεκαετία του 1980 έβγαζε χειρόγραφα περιοδικάκια, όπως «Το κουρδοκέλι», τα οποία το φωτοτυπούσε σε πολλά αντίτυπα και το μοίραζε στα Εξάρχεια. Στον στρατό δεν υπηρέτησε γιατί όταν παρουσιάστηκε 
γρήγορα κατάφερε να απαλλαγεί για λόγους ψυχικής υγείας. Κάποιες φορές μπήκε στην φυλακή για μικροαδικήματα, όπως τότε που έκατσε ένα μήνα γιατί πιάστηκε χωρίς εισιτήριο και δεν πήγε να πληρώσει το πρόστιμο, όμως τον περισσότερο καιρό ήταν έξω. Όσο ήταν έξω συνέχισε να γράφει ποιήματα που τα κυκλοφορούσε με τα περιοδικάκια του. Εκτός από τα περιοδικάκια που έβγαζε, είχε γνωριστεί και με δημοσιογράφους και είχε κάνει καταγγελίες για τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Τα γραφεία της εφημερίδας «Η Αυγή» ήταν ο χώρος, όπου προτιμούσε να κινείται.

Δεν ήταν, όμως ο άνθρωπος που μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά. Σε κάποια φάση δούλευε σαν κλητήρας στο δημαρχείο της γενέτειράς του της Καβάλας αλλά απολύθηκε όταν βρήκε την ατζέντα του Δημάρχου και γνωστοποίησε το περιεχόμενο της στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Η ανέχεια τον οδήγησε να επιχειρήσει και μια μεγάλη ένοπλη ληστεία. Μαζί με κάποιον άλλο χτυπήσανε ένα κέντρο διανομής των Ελληνικών Ταχυδρομείων σε κάποια συνοικία του Πειραιά (1998), όμως πιαστήκανε μετά από το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία. Για αυτήν την ληστεία, πέρα από το άγριο ξύλο που έφαγε από την αστυνομία, έκατσε 7 χρόνια στην φυλακή.
Νομίζω από εκείνη την φυλάκιση κι έπειτα δεν ξαναμπήκε στη φυλακή. Όμως δεν ξαναδούλεψε κιόλας με συνέπεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια. Συνέχισε να γράφει ποιήματα και να συχνάζει σε δημοσιογραφικά γραφεία αλλά μόλις πριν λίγους μήνες καταφέραμε και βγάλαμε κάποια από αυτά σε βιβλίο με τον τίτλο «Το μαύρο κουτί της φυλακής». Έζησε αρκετά (1955-2014) για να δει τα ποιήματά του τυπωμένα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε πια. Μήνες περάσανε μετά την εκτύπωσή τους μέχρι να τον ξαναβρώ να του τα δώσω. Ήξερε ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτά που αυτός θεωρούσε σημαντικά. Το έβλεπε άλλωστε από την αποτυχία των προσπαθειών μου για να κάνω γνωστό το έργο του, όπως ήταν το μπλογκ «Το μαύρο κουτί της φυλακής» που του είχα φτιάξει. Δεν έπαυε πάντως να πιστεύει στην Αναρχία. Ίσως γιατί αυτή ήταν η μόνη που τον έκανε να αισθάνεται αξιοπρέπεια, οσοδήποτε και διαφορετικός να ήταν ο τρόπος της ζωής του.
Ο Κορνήλιος Λουλούδης, ο άστεγος αναρχικός ποιητής έφτασε επιτέλους στην κορυφή του Γολγοθά του, που ανέβαινε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια, όπως έχω ξαναγράψει τόσο παλιά όσο το 1987, στο βιβλίο μου «Το τρελόχαρτο». Δεν πέθανε στον σταυρό αλλά στον δρόμο, όπως πεθαίνουν οι καταραμένοι ποιητές και συγγραφείς, σαν την Κατερίνα Γώγου, τον Θέμο Κορνάρο, τον Λέοντα Τολστόι, στο παρελθόν. Όπως και η Κατερίνα, έτσι κι αυτός μπορεί να επιδίωξε έναν τέτοιο θάνατο από την ταπεινωτική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν για τους αστέγους στα νοσοκομεία. Ίσως γι αυτό δεν δέχτηκε να βγάλει βιβλιάριο απορίας, όπως τον παρακαλούσα. Πέθανε μόνος του, όπως ήθελε να μένει πάντα, εξαιτίας της αξιοπρέπειας του που τον εμπόδιζε να συνδέει την ζωή του με τις ζωές των άλλων. Στο πρόσωπό του η ελληνική κοινωνία απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι, αν δεν έχει κάποιος λεφτά, αυτός δεν έχει γι αυτήν μεγαλύτερη αξία από ένα αδέσποτο σκυλί. Και για μένα προσωπικά, η ζωή του αστέγου που έζησε ο Λουλούδης και ο θάνατός του στο δρόμο, απόδειξαν πόσο ελάχιστα πράγματα μπόρεσα να κάνω από αυτά που έλεγα στον Λουλούδη για να ελπίσει στην Αναρχία, όταν ήμασταν νέοι, στις πάλαι ποτέ φυλακές της Αίγινας.
Φ. Κυρίτσης  
Το blog με τα ποίηματα του Κ. Λουλούδη http://kornilios55.blogspot.gr/

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Οι διώξεις των αναρχικών συνεχίζονται με ευφάνταστα και γελοία σενάρια

Κείμενο του Δημήτρη Μπουρζούκου 12/4/2014


ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
‘Η ΑΛΛΙΩΣ
ΠΩΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥΣ

Υλικά για τη Συνταγή:
·         Ένας (ή και περισσότεροι, αναλόγως την όρεξη) κατηγορούμενοι,
·         Ένας ευέλικτος νόμος με πολλαπλές ερμηνείες,  βλ. 187 (α),
·         Δύο και πάνω κατηγορίες (βάσιμες  ή αβάσιμες)
·         Απαραίτητος, για να “δέσει”  η συνταγή, ο ειδικός εφέτης ανακριτής,(προτιμάται καλοζωισμένος με ροδοκόκκινα μάγουλα)
·         Τέλος, για τη γαρνιτούρα, πασπαλίζουμε με ισχυρή δόση προπαγάνδας από τα Μ.Μ.Ε. (για καλύτερο αποτέλεσμα προτιμούνται “άνθρωποι” με ελάχιστη νοημοσύνη αλλά μεγάλη ικανότητα παπαγαλίας, βλ. Πρετεντέρη, Τρέμη, κ.α.)

Πετάμε όλα τα υλικά σε κλίμα οξυμένης καταστολής και τρομοϋστερίας και έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Στα σοβαρά τώρα, η ανάγκη του κράτους να δημιουργεί ενόχους και να τους φορτώνει δυο και τρεις δικογραφίες σίγουρα δεν είναι γνώρισμα των τελευταίων χρόνων και προφανώς δεν είναι κάτι που επαφίεται στην κρίση και μόνο ενός δικαστικού ή απλώς στην τύχη.
Εξάλλου, η οχύρωση του κρατικού μηχανισμού επιτυγχάνεται από τον άμεσο συνδυασμό του με τους επιμέρους φορείς εξουσίας, την υποστήριξή του από το νομικό σύστημα και το δικαστικό σώμα.
Στην ελληνική πραγματικότητα, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης εντοπίζουμε αυτήν την ανάγκη του συστήματος να δημιουργεί ενόχους, να εκτονώνει την κοινωνική ένταση στοχοποιώντας και απαξιώνοντας το μαχητικό-αγωνιστικό τμήμα της κοινωνίας. H καταστολή εμπλουτίζεται και ενδυναμώνεται ακολουθώντας το αιματοβαμμένο μονοπάτι της χούντας, κρατώντας σε κομβικές θέσεις εξουσίας πρώην βασανιστές και διακεκριμένα στελέχη της επταετίας, συντηρώντας επί της ουσίας ένα καθεστώς βίας καμουφλαρισμένο με το πρόσωπο της αστικής δημοκρατίας.
Έτσι, η κρατική καταστολή επιστρατεύει κάθε μέσο από το ποινικό σύστημα και τα Μ.Μ.Ε., που διαμορφώνουν το κλίμα τρομοϋστερίας και θέτουν τις βάσεις νομιμοποίησής της, μέχρι τους μπάτσους στους δρόμους να χτυπούν διαδηλωτές και να δολοφονούν αγωνιστές (λειτουργώντας ακόμα και με μαφιόζικες τακτικές)  ˙ με όλα αυτά να συνθέτουν το σκηνικό πολέμου- κοινωνικού και ταξικού- που έχει εξαπολύσει από τις αρχές της μεταπολίτευσης το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο.
Το μήνυμα που θέλει με κάθε τρόπο να περάσει η εκάστοτε κυβέρνηση είναι ότι στη “δημοκρατία” δεν υπάρχει χώρος γα αμφισβήτηση. Έτσι, την πρωτομαγιά του 1975 , μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, ξεκινάει η διαδικασία “εκκαθάρισης”  της κοινωνίας από τις φωνές αντίστασης και ανυπακοής, σκοτώνεται σε “τροχαίο” ο αγωνιστής που είχε αποπειραθεί να εκτελέσει το δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, ο Αλέκος  Παναγούλης. Τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν να είναι η συνέχεια του “έργου” της επταετίας. Βασανιστήρια σε αγωνιστές μέσα στα τμήματα, στοχοποιήσεις και συλλήβδην συλλήψεις αναρχικών και κομμουνιστών , βγάζουν στην επιφάνεια από νωρίς το κλίμα τρομοκρατίας που θα επικρατήσει για τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα.
Η επιβεβαίωση της παντοδυναμίας το αστικού κράτους έρχεται μέσω του πρώτου αντιτρομοκρατικού νόμου το 1978 (νόμος 774/78), ενός νόμου που θα οδηγήσει πολλούς αγωνιστές στις φυλακές, όπως το Γιάννη Μπουκετσίδη, ο οποίος κατηγορήθηκε με ένα σαθρό κατηγορητήριο για τον εμπρησμό της εφορίας της Νίκαιας και μετά από 8 μήνες προφυλάκισης αθωώθηκε στη δίκη.
Από τότε το ελληνικό κράτος οχυρώνεται διαρκώς και αναβαθμίζει το επίπεδο της καταστολής με την “αγαστή” συνεργασία της δικαστικής εξουσίας, που προσπαθεί πάση θυσία να εξουδετερώσει κάθε κοινωνική αντίσταση συχνά στήνοντας εξόφθαλμες σκευωρίες σε βάρος στοχοποιημένων αγωνιστών. Τα παραδείγματα, δυστυχώς, είναι πολλά στο πέρασμα των χρόνων όπως και τα ονόματα των αγωνιστών που θα μπορούσαν να γραφτούν, ο Γιώργος Μπαλάφας, ο Αβραάμ Λεσπέρογλου, ο Κλέαρχος Σμυρναίος, η Κατερίνα Ιατροπούλου είναι λίγοι από αυτούς που δέχτηκαν την έμμεση ή την άμεση βία του συστήματος. Τελευταίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του αναρχικού-κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου ο οποίος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης με μοναδικό “στοιχείο” δείγμα DNA , το νεοεισαγώμενο επιστημονικό δημιούργημα της κρατικής καταστολής.
Η εξέλιξη σε επίπεδο τεχνογνωσίας  κινείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις με στόχο, πάντα, τον πλήρη έλεγχο. Από τη μία αναβαθμίζονται τα επιστημονικά μέσα, στον τομέα των ενοχοποιητικών στοιχείων, όπως οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι κάμερες ελέγχου στους δρόμους και σε σπίτια “γιάφκες” και φυσικά το αλάθητο του DNA, η επιστήμη μπαίνει όλο και πιο δυναμικά σε ρόλο διεκπεραιωτή της κρατικής καταστολής. Από την άλλη, εξελίσσεται και το νομικό οπλοστάσιο τόσο σε επίπεδο νόμων όσο και σε επίπεδο τακτικής και μεθόδων του δικαστικού μηχανισμού. Η συσσωρευμένη εμπειρία των γειτονικών χωρών (της Ελλάδας) στην πάταξη του εσωτερικού εχθρού βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην ανερχόμενη κατασταλτική πολιτική της Ελλάδας. Η διωκτική μανία των Ελλήνων δικαστών φαίνεται να  έχει ταυτιστεί σε ένα μεγάλο βαθμό με το πρόσωπο και τις μεθόδους του Ιταλού εισαγγελέα Marini. Ο εν λόγω εισαγγελέας το 1994 έστησε μια τεράστια επιχείρηση διώξεων εναντίον Ιταλών αναρχικών ˙ το θεώρημά του άνοιξε το δρόμο για τη μαζική στοχοποίηση του αναρχικού χώρου. Έτσι, ανάμεσα σε “αυτόβουλες” ομολογίες, πλαστά ενοχοποιητικά έγγραφα ( από τους R.O.S.-καραμπινιέροι) και μια οργάνωση φάντασμα, την ORAI , δεκάδες σπίτια αναρχικών βαφτίζονται γιάφκες, περιοδικά αντιπληροφόρησης γίνονται εργαλεία εσωτερικής χρήσης της ένοπλης ομάδας, οδηγώντας πολλούς αγωνιστές για αρκετά χρόνια στις ιταλικές φυλακές.
Μια υπόθεση, για την ακρίβεια μια προσπάθεια εξουδετέρωσης του αναρχικού χώρου που κράτησε μια δεκαετία, κλείνοντας τον κύκλο της το 2004.
Όλη αυτή η ιστορία έχει τεράστιο ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους, την ανάγκη του Ιταλικού κράτους χάραξης αυτής της κατασταλτικής πολιτικής, όσο και για την αφορμή που χρειάστηκε για να εξαπολύσει αυτήν την επίθεση.
Το πιο κομβικό πολιτικό ζήτημα του συστήματος ήταν η ανικανότητά του να πατάξει την έμπρακτη αμφισβήτησή του και να εξαλείψει τη δυναμική δράση των αγωνιστών. Έτσι, στοχοποιεί και ασκεί διώξεις στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της άμεσης δράσης, επιτίθεται συνολικά στον αναρχικό χώρο. Αφορμή όλης αυτής της “επιχείρησης” ήταν η σύλληψη 5 αναρχικών μετά από μια ληστεία τράπεζας στο Trento. Η ιστορία , λοιπόν, επαναλαμβάνεται και στην περίπτωση της ελληνικής εκδοχής του “δόγματος marini”, η δικαστική εξουσία έχει ξεπεράσει τα εμπόδια και τα “λάθη” της αρχικής ˙ για τους ανακριτές εδώ, η οργάνωση είναι υπαρκτή (η Σ.Π.Φ.) κάτι που λύνει τα χέρια τους για να δημιουργήσουν αυτήν την “ομπρέλα”, το πασπαρτού των διώξεων.
Και για να έρθουμε λίγο στα γεγονότα που αφορούν τις νέες διώξεις που μου ασκήθηκαν, η τακτική των δικαστών δε διαφέρει σε τίποτα από όσα αναφέρθηκαν  μέχρι τώρα.
Βασιζόμενοι, λοιπόν, σε μια αυταπόδεικτη ενέργεια (την απαλλοτρίωση της Αγροτικής Τράπεζας και των ΕΛΤΑ του Βελβεντού), που από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μας αναλάβαμε, όπως  και στην πολιτική μας  ταυτότητα που επίσης εξαρχής στηρίξαμε, το δικαστικό συνάφι  (πάντα κατ’ εντολή της αντιτρομοκρατικής) μας φορτώνει ένα “πακέτο” διώξεων που έρχονται σαν μπόνους στην αρχική κατηγορία.
Στα πλαίσια, λοιπόν, μιας στρατηγικής  που στόχο έχει την πολύχρονη φυλάκιση των αναρχικών (και όσων αγωνίζονται ) μου ασκήθηκε ετεροχρονισμένα δίωξη(όπως και σε άλλους συντρόφους) με 2 νέες δικογραφίες. Έτσι, ενώ από τη στιγμή που έκλεισε η δικογραφία του Βελβεντού δεν έχει προκύψει κανένα καινούριο στοιχείο εις βάρους μου, κατηγορούμαι εκ νέου για την ίδια οργάνωση (Σ.Π.Φ.) και για 4 εμπρησμούς. Οι οποίοι, παρότι έχουν γίνει από άλλη οργάνωση και όχι από τη Σ.Π.Φ. , κατά ένα περίεργο τρόπο εντάσσονται στη δράση της!
Ο ανακριτής Νικόπουλος, λοιπόν, (ως άλλος Marini) έκρινε σκόπιμο να μου δώσει μια δεύτερη προφυλάκιση για αυτήν την υπόθεση (καθώς ήμουν ο μόνος που είχε ένα 18μηνο, μία προφυλάκιση και βιαζόντουσαν να βάλουν άλλους 12 μήνες για να μην επαναληφθούν τα “λάθη” του παρελθόντος) με μοναδικό στοιχείο μια πλαστή ταυτότητα στην οποία ενοικιάστηκε το ξενοδοχείο στο Βόλο πριν τη ληστεία στο Βελβεντό. «Από κοινού κατοχή πλαστής ταυτότητας» (?!) Ένα, άσχετο με την καινούρια δικογραφία, στοιχείο είναι αρκετό γι αυτούς να στήσουν το κατηγορητήριο.
Όμως, το παραμύθι τους δεν τελειώνει εκεί, ο ίδιος ανακριτής με το θράσος που του προσδίδει η θέση εξουσίας που κατέχει, αλλά και με την πηγαία δειλία που χαρακτηρίζει το συνάφι τους, με καλεί για τρίτη  φορά να μου δώσει μια ακόμα δικογραφία που άνοιξε λόγω της μανίας του κράτους να ξαναπροφυλακίσει το σύντροφο Κώστα Σακκά και με κατηγορεί άλλη μια φορά για τη Σ.Π.Φ. και τις εκρήξεις που είχαν γίνει από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβρη του 2009. Δύο αποτυπώματα ένα σε μπουκάλι μπύρας και το άλλο στο πληκτρολόγιο στο σπίτι της 25ης Μαρτίου στο Χαλάνδρι, αποτυπώματα που η αντιτρομοκρατική γνώριζε την ύπαρξή τους από το 2012, αποτέλεσαν τελικά το 2014 το λόγο προκειμένου να ασκηθεί η νέα δίωξη εις βάρος μου.
Τότε, το 2009, μπήκαν και οι βάσεις για να στηθεί στη συνέχεια το θεώρημα των διωκτικών μηχανισμών, ότι δηλαδή, όποιος δηλώνει αναρχικός και συλλαμβάνεται (ή  κατηγορείται) για ένοπλη αμφισβήτηση του κράτους θα βαφτίζεται μέλος της Σ.Π.Φ.
Φυσικά, μικρή σημασία έχει για τους δικαστές και τους ανακριτές η προσωπική πορεία του εκάστοτε αγωνιστή, όπως αντίστοιχα δεν τους απασχολούν οι πολιτικές διαφοροποιήσεις των φυλακισμένων αναρχικών με τη Σ.Π.Φ.
Δουλειά τους δεν είναι να εντοπίσουν τα πολιτικά κίνητρα και χαρακτηριστικά μας, αλλά να μας κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο όμηρους στα χέρια του κράτους και αυτό είναι  κάτι που το γνωρίζουμε κι εμείς κι αυτοί πολύ καλά.
Τα σημάδια των καιρών μας είναι ξεκάθαρα και δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά σε αυτά. Η άγρια καταστολή παίρνει σάρκα και οστά, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, στο γκλομπ  του μπάτσου που με μανία γυρνάει πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών, στις εκκενώσεις καταλήψεων, στις εφόδους στα σπίτια αγωνιστών, στις δολοφονίες μεταναστών, στους δολοφόνους λιμενικούς στο Φαρμακονήσι , στους δήμιους των φυλακών Μαλανδρίνου και Νιγρίτας, στο νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου δικαιοσύνης που στόχο έχει την απομόνωση και την εξόντωση των αγωνιστών εντός των τειχών.
Η ανάγκη της απάντησης που δημιουργείται, ας είναι η αφορμή να γεννηθεί ο σπόρος της εξέγερσης στο σύνολο των αντιστεκόμενων ανθρώπων. Η όξυνση της καταστολής απαιτεί και τη δική μας εγρήγορση. Για άλλη μια φορά στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, οι καταπιεσμένοι και οι “περιττοί” αυτής της κοινωνίας δέχονται την έκδηλη επίθεση των εκμεταλλευτών τους. Καλούμαστε, λοιπόν, να ακολουθήσουμε το δρόμο της εξέγερσης και της ανυπακοής, τον ίδιο δρόμο που βάδισαν στο παρελθόν χιλιάδες αγωνιστές σε όλο τον κόσμο.

Α.Δ. Μπουρζούκος
Δ΄Πτέρυγα Κορυδαλλού
12/04/2014
 
































12/04/2014